- βίοτος
- βίοτος, ο (Α)1. βίος, ζωή2. τα αναγκαία για τη ζωή3. τα υπάρχοντα, ο πλούτος4. το ανθρώπινο γένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βίοτος — life masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότω — βίοτος life masc nom/voc/acc dual βίοτος life masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότοιο — βίοτος life masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότοις — βίοτος life masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότου — βίοτος life masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότους — βίοτος life masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότων — βίοτος life masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότῳ — βίοτος life masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίοτον — βίοτος life masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβίοτος — η, ο (Α μακροβίοτος, ον) μακρόβιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μακροβίοτος ζωολ. γένος βραδύπορων ασπονδύλων τών γλυκών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βίοτος (< βίος), πρβλ. ομοιο βίοτος, σκληρο βίοτος] … Dictionary of Greek